πρόκριτος

πρόκριτος
-η, -ο / πρόκριτος, -ον, ΝΜΑ [προκρίνω]
νεοελλ.-μσν.
(το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι πρόκριτοι
οι προύχοντες, οι προεστοί («τελειώνοντας ο πόλεμος, συνάχτηκαν και οι πρόκριτοι τών χωριών τής Άρτας», Μακρυγιάννης)
αρχ.
1. (ιδίως για υποψηφίους που περιλαμβάνονται σε προκαταρκτικό κατάλογο) αυτός που έχει προκριθεί («τὰς δ' ἀρχάς ἐποίησε κληρωτας ἐκ προκρίτων», Αριστοτ.)
2. φρ. α) «πρόκριτος τῆς γερουσίας» — ο επικεφαλής τής ρωμαϊκής συγκλήτου
β) «πρόκριτος τῆς νεότητος»
(στη Ρώμη) αυτός που πρώτευε στις τάξεις τής νεολαίας, ιδίως στην τάξη τών ιππέων
γ) «πρόκριτος ἤ...» — προτιμότερος από... («πρόκριτος ἐστι, Φίλιννα, τέη ῥυτὶς ἢ ὀπὸς ἥβης», Ανθ. Παλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρόκριτος — chosen before others masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόκριτος — ο προύχοντας, προεστός: Οι πρόκριτοι του χωριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προκριτώτερον — πρόκριτος chosen before others masc acc comp sg πρόκριτος chosen before others neut nom/voc/acc comp sg πρόκριτος chosen before others adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκριτωτέρων — πρόκριτος chosen before others fem gen comp pl πρόκριτος chosen before others masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόκριτον — πρόκριτος chosen before others masc/fem acc sg πρόκριτος chosen before others neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκριτώτερα — πρόκριτος chosen before others neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκριτώτεροι — πρόκριτος chosen before others masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκρίτοις — πρόκριτος chosen before others masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκρίτου — πρόκριτος chosen before others masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκρίτους — πρόκριτος chosen before others masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”